- μολυβδοχοώ
- μολυβδοχοῶ και μολιβδοχοῶ, -έω (Α) [μολυβδοχόος]1. κατεργάζομαι, λειώνω, τήκω τον μόλυβδο2. στερεώνω κάτι με λειωμένο μόλυβδο, όπως π.χ. ανδριάντα σε βάθρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μολιβδοχοώ — μολιβδοχοῶ, έω (Α) βλ. μολυβδοχοώ … Dictionary of Greek
μολυβδοχοΐζω — (Α) στερεώνω κάτι με λειωμένο μόλυβδο, π.χ. ένα άγαλμα πάνω στο βάθρο του. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μολυβδοχοώ*] … Dictionary of Greek
περιμολυβδοχοώ — έω, Α καλύπτω ολόγυρα με λειωμένο μόλυβδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μολυβδοχοῶ «λειώνω τον μόλυβδο»] … Dictionary of Greek
προσμολυβδοχοώ — έω, Α [μολυβδοχοῶ] χύνω επί πλέον μόλυβδο πάνω σε κάτι … Dictionary of Greek